προέρριψαν — προέρρῑψαν , πρό , ἐν ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl (homeric ionic) προέρρῑψαν , πρό ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπέρριψαν — ἐναπέρρῑψαν , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl (ionic) ἐναπέρρῑψαν , ἐν ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέρριψαν — ἐνέρρῑψαν , ἐν , ἐν ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐνέρρῑψαν , ἐν ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
διέρριψαν — διέρρῑψαν , διαρρίπτω shoot through aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέτριψαν — διέτρῑψαν , διατρίβω rub hard aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθλιψαν — κατέθλῑψαν , καταθλίβω press down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέρριψαν — κατέρρῑψαν , καταρρίπτω throw down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέτριψαν — κατέτρῑψαν , κατατρίβω rub down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρριψαν — μετέρρῑψαν , μεταρρίπτω toss from side to side aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)